παρασημοφορώ

παρασημοφορώ
-έω
1. απονέμω παράσημο, τιμώ με παράσημο
2. (μέσ.-παθ.) παρασημοφορούμαι
α) τιμώμαι με παράσημο
β) φορώ παράσημο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράσημο + φορῶ (< -φόρος < φέρω), πρβλ. οπλο-φορώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρασημοφορώ — παρασημοφορώ, παρασημοφόρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρασημοφορώ — παρασημοφόρησα, παρασημοφορήθηκα, παρασημοφορημένος, μτβ., δίνω, απονέμω παράσημο: Τον παρασημοφόρησαν για τον ηρωισμό του στη μάχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρασημοφόρηση — η [παρασημοφορώ] παρασημοφορία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”